- φλυαρῶ
- φλυᾱρῶ , φλυαρέωtalk nonsensepres subj act 1st sg (attic epic doric)φλυᾱρῶ , φλυαρέωtalk nonsensepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυαρώ — φλυαρῶ, έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς νεοελλ. 1. συζητώ ασήμαντα πράγματα αρχ. 1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου 2. (κατ επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο 3.… … Dictionary of Greek
φλυαρώ — φλυαρώ, φλυάρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φλυαρώ — φλυάρησα 1. μτβ. και αμτβ., λέω πολλά και χωρίς να τα σκέφτομαι, μιλάω περιττά και κουραστικά, πολυλογώ, γλωσσοκοπανώ, λέω ανοησίες. 2. (για άψυχα), θορυβώ, ηχώ αδιάκοπα: Στις πλαγιές που τ αυλάκια φλυαρούν (Ι. Ζερβός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλυάρῳ — φλυά̱ρῳ , φλύαρος silly talk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροκουβεντιάζω — φλυαρώ, αερολογώ … Dictionary of Greek
ενοινοφλύω — ἐνοινοφλύω (Α) φλυαρώ πίνοντας κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοινος + φλύω «φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
επιφλύω — ἐπιφλύω (Α) φλυαρώ εναντίον κάποιου, τόν λοιδορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλύω, παράλλ. τ. τού φλέω «πλημμυρίζω, φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καταφλυαρώ — καταφλυαρῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού φλυαρώ) φορτώνω ή γεμίζω κάποιον με φλυαρίες («Ἑλλάνικός τε καὶ Ἡρόδοτος καὶ Εὔδοξος κατεφλυάρησαν ἡμῶν», Στράβ.) αρχ. φλυαρώ, λέω πολλά για κάποιον … Dictionary of Greek
πηλαλώ — και πιλαλώ, άω, Ν τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω] … Dictionary of Greek